- ζωοτέχνης
- οαυτός που ασχολείται με την εκτροφή και αναπαραγωγή ζώων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζωοτέχνης — ο επιστήμονας ειδικός στον κλάδο τής ζωοτεχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechnician < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ])* + technician (πρβλ. τέχνης < τέχνη)] … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek